- χαλινός
- ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα χαλινού, από τα παραγναθίδια, από την κορυφαία, από το υποδέραιο, από το προμετωπίδιο, από το περιστόμιο και από τους τέσσερεις ρυτήρες, κν. σήμερα χαλινάρι ή γκέμι2. μτφ. καθετί που περιορίζει την κίνηση ή συγκρατεί την ορμή (α. «τού έβαλε χαλινό στις ορέξεις του» β. «τῷ δήμῳ χαλινὸν ἐμβαλεῖν ὕβρεως», Πλούτ.γ. «χαλινόν τινα ἐμβέβληκεν αὐτῷ ἡ φιλοσοφία», Λουκιαν.)νεοελλ.1. ανατ. επιμήκης πτυχή, συνήθως ενός βλεννογόνου, λ.χ. τής γλώσσας, τών χειλέων, τής ακροποσθίας και τής κλειτορίδας, που εκτείνεται ανάμεσα σε δύο όργανα ή δύο τμήματα τού ίδιου οργάνου και η οποία ονομάστηκε έτσι είτε λόγω τής λειτουργίας που επιτελεί είτε λόγω τής μορφολογίας της2. ζωολ. γένος σπόγγων τής ομοταξίας δημόσπογγοι, που απαντούν στις ευρωπαϊκές θάλασσες και στον Ινδικό Ωκεανό3. φρ. «χαλινός τού Προνύ» — είδος παλαιάς δυναμομετρικής πέδηςαρχ.1. η στομίδα τού χαλινού («τὸ ἐμβαλλόμενον τοῦ ἵππου τῷ στόματι σιδηροῦν ὄργανον», Πολυδ.)2. ιμάντας, λουρί3. το σχοινί με το οποίο ανύψωναν και κατέβαζαν την κεραία τού πλοίου4. στον πληθ. οἱ χαλινοί και τὰ χαλινάα) οι γωνίες τού στόματος, τα άκρα τών χειλιών τού ίππουβ) τα δηλητηριώδη δόντια στο στόμα τών φιδιώνγ) λέξεις με φθόγγους δύσκολους στην προφορά, γλωσσοδέτες5. φρ. α) «τὸν χαλινὸν διδόναι» — χαλαρώνω τα ηνία (Ξεν.)β) «Διὸς χαλινός» — η θέληση τού Διός (Αισχύλ.)γ) «πολλῶν χαλινῶν ἔργον» — έργο που απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα (Σοφ.)δ) «ἀπέπτυσε πάντα χαλινόν» — αποχαλινώθηκε, έχασε κάθε ντροπή, ξεκαπιστρώθηκε (Φιλόστρ.)ε) «ναὸς χαλινός» — η άγκυρα τού πλοίου (Πίνδ.)στ) «χαλινοὶ λινόδετοι» — τα χαλινωτήρια τών πλοίων (Ευρ.)ζ) «χαλινοῖς ἐν πετρίνοισι»(για τον Προμηθέα) σε πέτρινα δεσμά.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από μια μη ΙΕ γλώσσα, την οποία δανείστηκε από την Ελληνική η Αρχαία Ινδική (πρβλ. αρχ. ινδ. khalīna-). Έχει διατυπωθεί όμως και η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. χεῖλος* (< θ. χελ-), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *χαλινός «αυτός που αναφέρεται στο σαγόνι», με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -α-, που μπορεί να είναι είτε η συνεσταλμένη βαθμίδα τού θ. τού χεῖλος είτε διαλ. στοιχείο (πρβλ. Δελφοί: Δαλφοί). Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ. στη ζωολ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chalinus].
Dictionary of Greek. 2013.